υπομοίραρχος

υπομοίραρχος
ο, Ν
(παλαιότερα) αξιωματικός τής χωροφυλακής με βαθμό αμέσως κατώτερο από τού μοιράρχου, ο οποίος αντιστοιχεί με τον βαθμό τού υπαστυνόμου Α' τής Ελληνικής Αστυνομίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + μοίραρχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υπομοίραρχος — ο βαθμός αξιωματικού της χωροφυλακής ανώτερος από το βαθμό του ανθυπομοίραρχου και κατώτερος από το βαθμό του μοίραρχου, αντίστοιχος με το βαθμό του υπολοχαγού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανθυπομοίραρχος — ο ο μικρότερος βαθμός αξιωματικού της Χωροφυλακής, αντίστοιχος με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού του στρατού ξηράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθ. * + υπομοίραρχος. Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τού Βασιλείου της Ελλάδος, που εκδίδεται από το… …   Dictionary of Greek

  • υπομοιραρχία — η, Ν παλαιά διοικητική υποδιαίρεση τής χωροφυλακής. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπομοίραρχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην εφημερίδα Εφημερίς τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”